- φωτοτοπογραφία
- ηη φωτοτοπογράφηση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοτοπογραφία — η, Ν (τοπογρ.) η εφαρμογή τής φωτογραμμετρίας στην τοπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phototopography < φωτ(ο) * + τοπογραφία] … Dictionary of Greek
φωτοτοπογράφηση — η, Ν η φωτοτοπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φωτοτοπογραφία*] … Dictionary of Greek
φωτοτοπογραφικός — ή, ό, Ν [φωτοτοπογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φωτοτοπογραφία … Dictionary of Greek
αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek